διατυπώνω — διατυπώνω, διατύπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διατυπώνω — διατύπωσα, διατυπώθηκα, διατυπωμένος, εκθέτω, εκφράζω με ακρίβεια και συγκεκριμένο τρόπο τις σκέψεις μου: Διατυπώνει σωστά τις σκέψεις του και γίνεται κατανοητός απ’ όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεκτικοποιώ — διατυπώνω με λέξεις κάτι το εσωτερικευμένο στην ψυχή μου, εκφράζω σε ζώσα γλώσσα κάτι που νιώθω μέσα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. γαλλ. verbaliser (< verb «ρήμα, λόγος, λέξη»)] … Dictionary of Greek
διαμφισβητώ — (AM διαμφισβητῶ, έω) 1. θέτω υπό αμφισβήτηση 2. διατυπώνω διεκδικήσεις ή απαιτήσεις για την κυριότητα ενός αντικειμένου 3. διατυπώνω επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα ή αυθεντικότητα ενός αντικειμένου 4. διαφιλονικώ … Dictionary of Greek
προδιατυπώ — όω, Α 1. διατυπώνω, εκφράζω κάτι σε γενικές γραμμές εκ τών προτέρων 2. προσχεδιάζω («ἡ ἐν τῷ ἀρχιτεκτονικῷ προδιατυπωθεῑσα πόλις», Φίλ.) 3. παθ. προδιατυποῡμαι, όομαι προδιαγράφομαι σε γενικές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διατυπῶ «διατυπώνω,… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
δογματίζω — δογμάτισα 1. διατυπώνω δόγμα. 2. διατυπώνω απόψεις με απόλυτο τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση: Όταν δογματίζεις δεν μπορείς να κάνεις διάλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκφράζω — έκφρασα και εξέφρασα, εκφράστηκα, εκφρασμένος, μτβ. 1. φανερώνω τις σκέψεις μου με φράσεις, διατυπώνω, εκδηλώνω: Σας εκφράζω τις ευχαριστίες μου. 2. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση (όχι με λόγια): Το βλέμμα της εκφράζει την καλοσύνη της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολογώ — ( έω) (Α αἰτιολογῶ) ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ νεοελλ. διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + λογώ < λογος < λέγω. ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός αρχ … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek